- προκαλώ
- προκαλῶ, -έω, Ν Μ Α [καλώ]καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.1. ερεθίζω, διεγείρω («τόν προκαλούσε με τα καμώματά της»)2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α. «μού προκαλεί οίκτο και συμπάθεια η δυστυχία του» β. «κατά τη διάρκεια τού ποδοσφαιρικού αγώνα προκλήθηκαν σοβαρά επεισόδια»)μσν.καλώ εκ τών προτέρων, ονομάζωαρχ.1. καλώ κάποιον μπροστά2. προσκαλώ κάποιον σε φιλική συνάντηση, όπως σε ποτό ή δείπνο3. προτρέπω κάποιον να πράξει κάτι («προκαλούμεθα ὑμᾱς φίλοι εἶναι καὶ ἐκ γῆς ἡμῶν ἀναχωρῆσαι», Θουκ.)4. προτείνω, προσφέρω («τὰς σπονδὰς προκαλοῡνται», Αριστοφ.)5. (αττ. δίκ.) α) εγκαλώ κάποιον στο δικαστήριοβ) προσφέρομαι να διευκολύνω την υπόθεση με βασανισμό δούλων ή με διορισμό απαραίτητων διαιτητών ή καλώ τον αντίδικό μου να διευκολύνει εκείνος την υπόθεση6. μέσ. προκαλοῡμαι, -έομαια) καλώ κάποιον σε αγώναβ) προσκαλώ κάποιον εκ τών προτέρων, παρακινώ, προτρέπω («Λακεδαιμόνιοι δὲ ὑμᾱς προκαλοῡνται ἐς σπονδὰς καὶ διάλυσιν πολέμου», Θουκ.)γ) απευθύνομαι σε κάποιον για κάτι, επικαλούμαι8. παροιμ. φρ. «ἱππέας εἰς πεδίον προκαλῇ, Σωκράτη εις λόγους προκαλούμενος» — λεγόταν για άνθρωπο που προκαλεί κάποιον άλλο σε ό,τι ακριβώς εκείνος υπερέχει (Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.